λεοντοπόδιο

λεοντοπόδιο
το (Α λεοντοπόδιον)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων πολυετών φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σύνθετα και που γνωστότερο είδος του είναι το άλπειο λεοντοπόδιο, κν. έντελβαϊς
αρχ.
το φυτό ζωόνυχον*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)-* + -πόδιον (< πούς, -ποδός), πρβλ. κλινο-πόδιον, κυνο-πόδιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λεοντοπόδιο το αλπικό — Επιστημονική ονομασία του φυτού εντελβάις (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… …   Dictionary of Greek

  • Σύνθετα ή Κομπόζιτα — Μεγάλη οικογένεια φυτών της τάξης των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), η οποία περιλαμβάνει κυρίως πόες, που χαρακτηρίζονται από ταξιανθίες κεφάλια. Κάθε κεφάλι αποτελείται από πλήθος ανθίδια, ενωμένα πάνω σε μια δισκοειδή, θολωτή ή κωνική ανθοδόχη …   Dictionary of Greek

  • εδελβάις — και εντελβάις, το διεθνώς κοινή ονομασία του φυτού Λεοντοπόδιο το αλπικό τής οικογένειας Σύνθετα …   Dictionary of Greek

  • ζωόνυχον — ζῳόνυχον, τό (Α) το ποώδες φυτό λεοντοπόδιο(ν). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού αμάρτυρου επιθ. *ζωόνυχος (< ζω(ο) [II]* + όνυξ, γεν. όνυχος). Το φυτό οφείλει την ονομασία του προφανώς στο σχήμα του (πρβλ. και την άλλη του ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • κήμος — κῆμος, ἡ (Α) είδος φυτού που ονομάζεται και λεοντοπόδιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του με τη λ. κημός θεωρείται μάλλον απίθανη] …   Dictionary of Greek

  • κρόσσιον — και κρόσσοφθον, τὸ (Α) [κροσσοί] το φυτό λεοντοπόδιο …   Dictionary of Greek

  • φυτοβασίλα — ἡ, Α άλλη ονομασία για το φυτό λεοντοπόδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φυτοβασίλ ειον, κατά τα θηλ. σε α] …   Dictionary of Greek

  • γναφάλιο — (gnaphalium).Γένος φυτών της οικογένειας των συνθέτων. Το γένος αυτό αριθμεί 120 είδη, που φύονται σε όλη σχεδόν την υδρόγειο. Είναι πόα με φύλλα χνουδωτά με γκριζοπράσινο χρώμα και άνθη που σχηματίζουν πυκνά κεφάλια. Τα σπουδαιότερα είδη γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”