λεοντοπόδιο το αλπικό — Επιστημονική ονομασία του φυτού εντελβάις (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… … Dictionary of Greek
Σύνθετα ή Κομπόζιτα — Μεγάλη οικογένεια φυτών της τάξης των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), η οποία περιλαμβάνει κυρίως πόες, που χαρακτηρίζονται από ταξιανθίες κεφάλια. Κάθε κεφάλι αποτελείται από πλήθος ανθίδια, ενωμένα πάνω σε μια δισκοειδή, θολωτή ή κωνική ανθοδόχη … Dictionary of Greek
εδελβάις — και εντελβάις, το διεθνώς κοινή ονομασία του φυτού Λεοντοπόδιο το αλπικό τής οικογένειας Σύνθετα … Dictionary of Greek
ζωόνυχον — ζῳόνυχον, τό (Α) το ποώδες φυτό λεοντοπόδιο(ν). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού αμάρτυρου επιθ. *ζωόνυχος (< ζω(ο) [II]* + όνυξ, γεν. όνυχος). Το φυτό οφείλει την ονομασία του προφανώς στο σχήμα του (πρβλ. και την άλλη του ονομασία… … Dictionary of Greek
κήμος — κῆμος, ἡ (Α) είδος φυτού που ονομάζεται και λεοντοπόδιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του με τη λ. κημός θεωρείται μάλλον απίθανη] … Dictionary of Greek
κρόσσιον — και κρόσσοφθον, τὸ (Α) [κροσσοί] το φυτό λεοντοπόδιο … Dictionary of Greek
φυτοβασίλα — ἡ, Α άλλη ονομασία για το φυτό λεοντοπόδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φυτοβασίλ ειον, κατά τα θηλ. σε α] … Dictionary of Greek
γναφάλιο — (gnaphalium).Γένος φυτών της οικογένειας των συνθέτων. Το γένος αυτό αριθμεί 120 είδη, που φύονται σε όλη σχεδόν την υδρόγειο. Είναι πόα με φύλλα χνουδωτά με γκριζοπράσινο χρώμα και άνθη που σχηματίζουν πυκνά κεφάλια. Τα σπουδαιότερα είδη γ.… … Dictionary of Greek